ξεμωραίνομαι

ξεμωραίνομαι
ξεμωραίνομαι, ξεμωράθηκα, ξεμωραμένος βλ. πίν. 45

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αποκουτιαίνω — 1. αποβλακώνω, αποχαυνώνω 2. γίνομαι κουτός, ξεμωραίνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < από * + κουτιαίνω < επίθ. κουτός + (κατάλ.) ιαίνω πρβλ. ξεκουτιαίνω] …   Dictionary of Greek

  • κουρκουτεύω — (συν. στην Κρήτη) 1. τακτοποιώ τα διάφορα οικιακά σκεύη 2. ανασκαλεύω 3. αποβλακώνομαι, ξεμωραίνομαι, ξεκουτιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με την πρώτη σημ. συνδέεται με τη λ. κουρκουτερά, ενώ με τις άλλες δύο σημ. προέρχεται πιθ. από τον τ. κουρκούτι] …   Dictionary of Greek

  • κουρκουτιάζω — και κουρκουτιαίνω [κουρκούτι] 1. παραζαλίζομαι 2. αποβλακώνομαι, ξεκουτιάζω, ξεμωραίνομαι …   Dictionary of Greek

  • ξεκουτιαίνω — και ξεκουτιάζω 1. καθιστώ κάποιον ανόητο, αποβλακώνω 2. (ενεργ. και μέσ.) γίνομαι ανόητος, αποβλακώνομαι, ξεμωραίνομαι (α. «γέρασες και ξεκούτιανες» β. «γριά ξεκουτιασμένη») 3. αποχαυνώνομαι από τις καταχρήσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε) * +… …   Dictionary of Greek

  • ξεμωραίνω — 1. καθιστώ κάποιον εντελώς μωρό, τελείως ανόητο, αποκουτιαίνω 2. (συν. το μέσ.) ξεμωραίνομαι χάνω τον λογικό έλεγχο τών πράξεων μου, συμπεριφέρομαι σαν να είμαι νήπιο, γίνομαι ξεκούτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ μωραίνω* (βλ. και λ. ξ[ε] )] …   Dictionary of Greek

  • ξεμωραίνω — ξεμώρανα, ξεμωράθηκα, ξεμωραμένος 1. μτβ., κάνω κάποιον μωρό, αποκουτιαίνω: Το ξεμώρανες το παιδί με τα παιχνίδια σου. 2. το μέσ., ξεμωραίνομαι γίνομαι μωρός, παιδί, ξεκουτιαίνω: Ξεμωραθήκαμε σε τέτοια ηλικία και δεν ξέρουμε τι λέμε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”